Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριώριον — three hours neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριώριον — τὸ, Α χρονικό διάστημα τριών ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωριος (< ὥρα), πρβλ. ἡμι ώριον] … Dictionary of Greek